αποδίπλα

αποδίπλα
κ. απόδιπλα επίρρ.
1. στο πλάι, δίπλα
2. φρ. «τον παίρνει αποδίπλα» ή «τον έχει αποδίπλα» — είναι συνέχεια κοντά του προσπαθώντας να πετύχει κάτι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”